- ἠερόφωνος
- ἠερό-φωνος: loud - voiced; (if from ἀείρω) ‘raising the voice,’ (if from άήρ) ‘sending the voice abroad.’
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ηερόφωνος — ἠερόφωνος, ον (Α) αυτός πού ηχεί διά μέσου τού αέρα, αυτός που έχει δυνατή φωνή, ο μεγαλόφωνος («ἠερόφωνοι κήρυκες», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο + φωνή. Το α συνθετικό μπορεί να αναχθεί είτε στο αήρ (ιων. γεν. ηέρ ος), οπότε η σημασία είναι… … Dictionary of Greek
ἠεροφώνους — ἠερόφωνος sounding through air masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠεροφώνων — ἠερόφωνος sounding through air masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠερόφωνοι — ἠερόφωνος sounding through air masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… … Dictionary of Greek